- μυρμήγκιασμα
- και μερμήγκιασμα, το[μυρμηγκιάζω]1. κνησμός, φαγούρα2. μούδιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μερμήγκιασμα — το βλ. μυρμήγκιασμα … Dictionary of Greek
μυρμηκίαση — η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ] νεοελλ. ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
παραισθησία — η ιατρ. υποκειμενική διαταραχή τής δερματικής αισθητικότητας η οποία εκδηλώνεται με αυτόματη μη φυσιολογική αίσθηση, λ.χ. σαν μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, γαργαλητό, κάψιμο, πάγωμα στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paresthesia (<… … Dictionary of Greek